νουσος

νουσος
νόσος, νοῡσος (: νόσοι, -ων, -ους; νούσῳ, -ον, -ων.)
1 illness, affliction ὀξείας δὲ νόσους ἀπαλάλκοι (sc. Ζεύς) O. 8.85

Ἀσκλαπιόν, ἥροα παντοδαπᾶν ἀλκτῆρα νούσων P. 3.7

πολυπήμονας ἀνθρώποισιν ἰᾶσθαι νόσους P. 3.46

ἰατῆρα θερμᾶν νόσων P. 3.66

βαρειᾶν νόσων ἀκέσματ P. 5.63

νόσοι δ' οὔτε γῆρας οὐλόμενον κέκραται ἱερᾷ γενεᾷ P. 10.41

Ἰάλεμον ὠμοβόλῳ νούσῳ πεδαθέντα σθένος Θρ. 3. 10. met., ἀλλ' εὔχεται οὐλομέναν νοῦσον διαντλήσαις ποτὲ οἶκον ἰδεῖν (sc. Δαμόφιλος, who suffers the miseries of exile) P. 4.293

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νούσος — νοῡσος, ἡ (Α) ιων. τ. βλ. νόσος …   Dictionary of Greek

  • νοῦσος — νόσος sickness fem nom sg (epic ionic) νοῦσος sickness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Auf Messers Schneide stehen — Ny Inhaltsverzeichnis 1 Ναὶ ναί, οὒ οὔ· 2 Νενίκηκά σε Σολομῶν …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Ny — Ny Inhaltsverzeichnis 1 Ναὶ ναί, οὒ οὔ· …   Deutsch Wikipedia

  • νόσος — Παθολογική διαδικασία, που προσβάλλει ένα μέρος ή ολόκληρο τον οργανισμό· προκαλείται από εσωτερικά ή εξωτερικά αίτια και στην εξέλιξη της συμμετέχει η τοπική και γενική αντίδραση του ατόμου. Μια παραμόρφωση, μια συγγενής μεταβολική διαταραχή,… …   Dictionary of Greek

  • SYROS — hodieque Siro, maris Aegaei insul. quam Homerus Syriam vocat in Odyss. uti Strabo et Stephanus testantur Syra Sophiano adhuc dicitur. Satis culta. Sub Turcis. Habet Episcop. Latini ritus. 16. milliae. a Thera Ins. Locus Hom. est Od. O. v. 402.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • νούσω — νόσος sickness fem nom/voc/acc dual (epic ionic) νόσος sickness fem gen sg (epic doric ionic aeolic) νοῦσος sickness fem nom/voc/acc dual νοῦσος sickness fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάπτης — ο (Α δάπτης, θηλ. δάπτρια και δάπτειρα, η) [δάπτω] νεοελλ. ονομασία κολεόπτερου τής οικογένειας των καραβίδων αρχ. αυτός που κατατρώει, που καταστρέφει («δάπτρια νοῡσος») …   Dictionary of Greek

  • επιπέλομαι — ἐπιπέλομαι (Α) [πελομαι] 1. επέρχομαι, προσβάλλω, επιτίθεμαι («τά τ’ ἐπ’ ἀνθρώποισι πέλονται», Ομ. Οδ.) 2. ενσκήπτω («οὐδέ τις ἄλλη νοῡσος ἐπὶ στυγερὴ πέλεται... βροτοῑσι», Ομ. Οδ.) 3. ποιητ. τ. τής μτχ. αορ. β’, ἐπιπλόμενος α) ο επερχόμενος,… …   Dictionary of Greek

  • ηράκλειος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (610 641 μ.Χ.), η βασιλεία του οποίου αποτέλεσε σταθμό για τη βυζαντινή ιστορία. Τα μεγάλα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Η. ήταν εξωτερικά (η περσική απειλή από τα Α και η …   Dictionary of Greek

  • θεομόριος — θεομόριος, ία, ον, επικ. τ. θευμόριος, ίη, και ία, ον (Α) [θεόμορος] 1. ο ορισμένος από τους θεούς («θευμορίη νοῦσος» Απολλ. Ρόδ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ή θευμορία το μερίδιο τού θεού ή το μερίδιο που παίρνει ο ιερέας από μια θυσία 3. το θηλ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”